βυζαστάρι

βυζαστάρι
το [βυζαστής]
1. το βρέφος που θηλάζει ακόμη
2. νεογνό ζώου, νεογέννητο αρνί ή κατσίκι
3. άνθρωπος ανόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βυζασταρούδι — το [βυζαστάρι] βρέφος ή νεογνό που τρέφεται με μητρικό γάλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”